- μετάξης
- μετά-ξέω—shaveimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
LORATA Vestis — graecis recentioribus λωρωτὴ, eadem cum veste paragauda: Lorum enim instita vel fascia dicta est, quibus vestes praetexebantur, unde monolores, dilores, usque ad pentelores, tunicae, militibus donatae leguntur, apud Flav. Vopis. in Aurel. Nempe… … Hofmann J. Lexicon universale
MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… … Hofmann J. Lexicon universale
OXYBLATTA — purpura intensioris ac vividioris Iuminis, quae Comico ὀξεῖα φοινικὶς; apud Suidam in βάμμα, πορφύραι διάφοροι καὶ ὀξύταται, purpurae excellentes et vividissimae, Car. du Fresne Glossar. Latini excitatum. i. e. clarum et acutum vocant colorem,… … Hofmann J. Lexicon universale
PLUMEUM Opus — apud Dudonem, l. 3. de Moribus, et Act. Normanner. p. 153. Bissosque niveas purpure asque aurô intextas plumeôque mirabilis artisicii holoserica commisit: Graecis recentioribus πλουμίον est seu πλουμμίον. Nam pluma πλουμίον, ut fibla φιβλίον,… … Hofmann J. Lexicon universale
ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… … Dictionary of Greek
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek